ἀπαρτί

ἀπαρτί
ἀπαρτί [], Adv.
A completely, and, of numbers, exactly, just,

ἡμέραι ἀ. ἐνενήκοντα Hdt.5.53

, cf. 2.158;

φρόνιμος ὢν ἀ. ταύτης τῆς τέχνης Telecl.37

;

ἀ. ἐναρμόζειν πρός τι Hp.Art.73

: of Time,

ἀ. ἐν καιροῖσι . . Id.Acut.41

.
II just the contrary, τί . . ἀποτίνειν τῷδ' ἀξιοῖς;—ἀ. δή που προσλαβεῖν παρὰ τοῦδ' ἐγὼ μᾶλλον on the contrary, I expect to receive . ., Pherecr.93, cf.71, Ar.Pl.388.
III ἀπάρτι, properly ἀπ' ἄρτι, of Time, from now, henceforth, Ev.Matt.23.39, etc.
2 just now, even now, Ev.Jo.13.19, etc. (This is not an [dialect] Att. use, hence Pl.Com.143 must be incorrectly interpr. by AB79.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως …   Dictionary of Greek

  • απαρτί — ἀπαρτί επίρρ. (Α) [άρτι] 1. τελείως, εντελώς 2. (για αριθμούς) ακριβώς 3. ακριβώς αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • ἀπαρτί — completely indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρτίζω — (Α ἀπαρτίζω) [απαρτί] νεοελλ. συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό 2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω 3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος τέλειος, πλήρης 4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω,… …   Dictionary of Greek

  • απαρτίως — ἀπαρτίως επίρρ. (Α) απαρτί* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”